νόρια

νόρια
η
ανυψωτικό μηχάνημα το οποίο χρησιμεύει στην άντληση νερού και αποτελείται από σειρά κάδων οι οποίοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο και βυθίζονται διαδοχικά στο νερό, ενώ ανασύρονται με τη βοήθεια κλειστής αλυσίδας που περιστρέφεται γύρω από δύο οδοντωτούς τροχούς, το μαγγανοπήγαδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. noria < ισπ. noria < αραβ. nā'ūrah].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • εὐανορίαι — εὐᾱνορίαι , εὐηνορία manliness fem nom/voc pl (doric) εὐᾱνορίᾱͅ , εὐηνορία manliness fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλανορίαν — μεγαλᾱνορίᾱν , μεγαληνορία manliness fem acc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”