- νόρια
- ηανυψωτικό μηχάνημα το οποίο χρησιμεύει στην άντληση νερού και αποτελείται από σειρά κάδων οι οποίοι συνδέονται ο ένας με τον άλλο και βυθίζονται διαδοχικά στο νερό, ενώ ανασύρονται με τη βοήθεια κλειστής αλυσίδας που περιστρέφεται γύρω από δύο οδοντωτούς τροχούς, το μαγγανοπήγαδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. noria < ισπ. noria < αραβ. nā'ūrah].
Dictionary of Greek. 2013.